-
1 гость
гость м о ξένος, ο φιλοξενούμενος, о καλεσμένος, ο μουσαφίρης ο επισκέπτης (посетитель) быть в \гостьях είμαι επίσκεψη встречать \гость ей υποδέχομαι τους καλεσμένους идти в \гостьи πηγαίνω επίσκεψη позвать в \гостьи προσκαλώ για επίσκεψη дорогие \гостьи οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι* * *мο ξένος, ο φιλοξενούμενος, ο καλεσμένος, ο μουσαφίρης; ο επισκέπτης ( посетитель)быть в гостя́х — είμαι επίσκεψη
встреча́ть госте́й — υποδέχομαι τους καλεσμένους
идти́ в гости — πηγαίνω επίσκεψη
позва́ть в гости — προσκαλώ για επίσκεψη
дороги́е гости — οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι
-
2 гость
гост||ьм ὁ ξένος, ὁ φιλοξενούμενος, ὁ μουσαφίρης:незваный \гость ἀπρόσκλητος μουσαφίρης· почетный \гость ἐπίσημος ξένος· вы у нас редкий \гость σπάνια μας ἐπισκέπτεσθε· звать в \гостьи (προσ)καλὠ στό σπίτι μου· идти в \гостьи πηγαίνω ἐπίσκεψη· принимать \гостьей δέχομαι ἐπισκέπτες· быть в \гостьях φιλοξενούμαι, εἶμαι μουσαφίρης· ◊ в \гостьях хорошо, а дома лучше погоз. ^ σπίτι μου σπιτάκι μου καί σπιτοκαλυβάκι μου.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek